- προθύραιος
- -αία, -ον, θηλ. και -ος, Α1. αυτός που βρίσκεται μπροστά στη θύρα2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προθυραίαπροσωνυμία τής Αρτέμιδος3. το θηλ. ως ουσ. ἡ προθύραιοςπροσωνυμία τής Εκάτης4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προθύραιαο χώρος μπροστά από τη θύρα, τα πρόθυρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + θύρα + κατάλ. -αιος].
Dictionary of Greek. 2013.